- ἀπατᾶσαι
- ἀπατάωcheatpres ind mp 2nd sgἀπατάωcheatpres part act fem nom/voc pl (doric)ἀπατάωcheataor inf act (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κούνια — Βλ. λ. αιώρα. * * * η (Μ κούνια και κούνα) 1. το κρεβάτι τού μωρού («κούνια μου κούνα το παιδί κι αν κλάψει δώσ του γάλα», δημ. δίστιχο) 2. κάθισμα κρεμασμένο από κάπου με δύο αλυσίδες ή σχοινιά στο οποίο κάθεται και αιωρείται κάποιος, αιώρα… … Dictionary of Greek
λάθος — (I) το, πληθ. και λάθια (AM λάθος) νεοελλ. φρ. α) «τυπογραφικό λάθος» σφάλμα σε έντυπο κείμενο που οφείλεται σε αβλεψία τού τυπογραφείου, σε αντιδιαστολή με το σφάλμα που οφείλεται στον συγγραφέα, αλλ. παρόραμα β) «κατά λάθος» ή «εκ λάθους» χωρίς … Dictionary of Greek
απατώμαι — απατώμαι, απατήθηκα, απατημένος βλ. πίν. 61 Σημειώσεις: απατώμαι : η έννοια διαφοροποιείται από το απατιέμαι σημαίνει κάνω λάθος, γελιέμαι (σε στερεότυπες κυρίως εκφράσεις, του τύπου αν δεν απατώμαι ή απατάσαι αν... κτλ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής